Από το Blogger.








.

Σκοτώνουν τα Ξενία όταν γεράσουν…



του Αλέξη Σωτηρόπουλου, MSc

Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 συμβόλισαν την άνθηση του τουρισμού σε μια υπό ανασυγκρότηση χώρα, με νωπές τις μνήμες και τις πληγές από τη γερμανική κατοχή και το μετέπειτα εμφύλιο πόλεμο. Ίσως να καταλάβατε ότι πρόκειται για τα ξενοδοχεία Ξενία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ήταν περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν μια ευνοϊκή συγκυρία έφερε μια ομάδα Ελλήνων αρχιτεκτόνων που αποτελούσαν κατά πολλούς την αρχιτεκτονική ελίτ της εποχής, στις υπηρεσίες μελετών του ΕΟΤ που μελέτησαν και κατασκεύασαν την αλυσίδα ξενοδοχείων με τον τίτλο “Ξενία”. Επικεφαλής της ομάδας των αρχιτεκτόνων ανέλαβε ο Άρης Κωνσταντινίδης, ένας από τους πιο σημαντικούς αρχιτέκτονες της μεταπολεμικής Ελλάδας, με μεγάλη αναγνώριση από τη διεθνή (αρχιτεκτονική) κοινότητα. Επίσης σημαντική ήταν η συμβολή και άλλων σημαντικών αρχιτεκτόνων της εποχής, όπως οι Χ. Σφαέλλος, Γ. Νικολετόπουλος, Κ. Βώκος, Ι. Τριανταφυλλίδης και του Δημήτρη Πικιώνη, που σχεδίασε το Ξενία των Δελφών. Κατά το σχεδιασμό τους επιδιώχτηκε η επιλογή του κατάλληλου χώρου και προσανατολισμού, η ένταξη στο τοπίο, η σχέση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, οι λιτές γραμμές τους, το επιτυχημένο και τότε πρωτόγνωρο “πάντρεμα” της πέτρας και του ξύλου, η απλότητα και σαφήνεια της μορφής και η ένταξη των μονάδων αυτών στη ζωή του κάθε τόπου. Κομψότητα, λιτότητα, μινιμαλισμός και αρκετή πέτρα ήταν τα υλικά της έμπνευσης των αρχιτεκτόνων που υπέγραψαν τη δημιουργία δεκάδων μονάδων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Τα περισσότερα είχαν μοναδική θέα στη γύρω περιοχή, καθώς όπως κάποτε είπε κάποιος “τα Ξενία ήταν κατασκευασμένα στο καλύτερο οικόπεδο της περιοχής”.
Δεν είναι μάλιστα καθόλου τυχαίο ότι τα ξενοδοχεία Ξενία, είναι αναγνωρισμένα διεθνώς, καθώς θεωρούνται ως η σημαντικότερη παραγωγή δημοσίων κτιρίων μεταπολεμικά στη χώρα μας, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ και πολλά χρόνια αποτελούν παραδείγματα μελέτης για τους σπουδαστές της αρχιτεκτονικής και περιλαμβάνονται στη διδακτική ύλη των σημαντικότερων αρχιτεκτονικών σχολών του κόσμου. Κάτι που επίσης αποδεικνύει τη μεγάλη αρχιτεκτονική αξία των Ξενία, ήταν η εδώ και χρόνια πρόταση αξιοποίησης τους στα πλαίσια ενός δικτύου αρχιτεκτονικού τουρισμού. Βέβαια όταν στη χώρα μας δεν αξιοποιούνται μοναδικές ευκαιρίες για εναλλακτικές μορφές τουρισμού στις οποίες είμαστε παγκόσμια δύναμη (αρχαιολογικός, καταδυτικός, σπηλαιολογικός κα) τότε τι να περιμένει κανείς…
Μάλιστα δεν ήταν λίγοι που υποστήριζαν ότι τα συγκεκριμένα ξενοδοχεία έπρεπε να διατηρηθούν, καθώς εκτός από τη μοναδική αρχιτεκτονική τους αξία, αποτυπώνουν και το μοντέλο του τουρισμού που θα ήθελε να αναπτύξει η χώρα μας, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Πραγματικά σε δύσκολες εποχές που ήταν αδύνατη η εξεύρεση μεγάλων κεφαλαίων από τον ιδιωτικό τομέα, το κράτος κυριολεκτικά άνοιξε το δρόμο της τουριστικής ανάπτυξης, ενώ αποτέλεσαν οδηγό για τους ιδιώτες που ήθελαν να επενδύσουν στον τουρισμό.
Όταν άρχισαν να δημιουργούνται τα Ξενία, δεν υπήρχε καμία διάθεση από την πολιτεία να υποδυθεί το ρόλο του επιχειρηματία, αλλά ήθελε να ανοίξει το δρόμο και να μεταδώσει στους ιδιώτες πείρα και τεχνογνωσία. Τα Ξενία προγραμματίστηκαν με στόχο να προσφερθούν υψηλών προδιαγραφών τουριστικά καταλύματα, αλλά και να υποδειχθεί στους ιδιώτες επιχειρηματίες το επιθυμητό επίπεδο των νέων ξενοδοχειακών μονάδων, που θα έπρεπε να κατασκευασθούν προκειμένου να αναπτυχθεί ο τουρισμός ως η νέα και πολύ αποδοτική οικονομική δραστηριότητα.
Ωστόσο αυτό δεν έγινε, καθώς όλες οι μονάδες συνέχιζαν να λειτουργούν ως περιουσιακά στοιχεία του ΕΟΤ. Η απαξίωση τους ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’70 με τη στροφή της χούντας στο μαζικό τουρισμό, καθώς τότε δημιουργήθηκαν τα πρώτα πολυώροφα ξενοδοχεία.
Καθώς τα χρόνια (και οι δεκαετίες) περνούσαν, η εγκατάλειψη και η κακή συντήρηση τους, αποτέλεσμα της ελλιπέστατης διαχείρισης τους είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν άλλα να καταρρέουν και άλλα να κατεδαφίζονται. Ρημαγμένα ήδη από τη χρόνια εγκατάλειψη, κακοποιημένα πολλά από αυτά από προσθήκες και παρεμβάσεις, τα Ξενία έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Ήδη τρία από τα συνολικά πενήντα έχουν κατεδαφιστεί (στο Ηράκλειο, τα Χανιά και τα Γιάννενα) και τα υπόλοιπα, πλην ελαχίστων (π.χ. στις Σπέτσες, στο Βόλο και στη Μύκονο), στέκουν σαν ερείπια. Επίσης άλλα έκλεισαν εδώ και πολλά χρόνια και βρίσκονται σε πραγματικά πολύ άσχημη κατάσταση. Κάποια από αυτά εκτός από ερείπια είναι πλέον και εστία μόλυνσης, καθώς κάθε είδος απορριμμάτων (σκουπίδια, σπασμένα έπιπλα και σύριγγες ) “κοσμούν” πλέον τις εγκαταστάσεις τους, με αποτέλεσμα να αμαυρώνουν την εικόνα των περιοχών που βρίσκονται σύμφωνα με τοπικούς φορείς. Αυτή η πρακτική φθοράς ήταν χωρίς καμιά υπερβολή καταστροφή της δημόσιας περιουσίας. Επίσης δεν υπήρχε καμία λογική εξήγηση γιατί αυτές οι μονάδες εγκαταλείφθηκαν.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα κατεδαφίσεων είναι τα Ξενία των Ιωαννίνων, το οποίο κατεδαφίστηκε ύστερα από την εξαγορά του από τον όμιλο Μήτση με σκοπό τη δημιουργία ξενοδοχειακού συγκροτήματος πέντε αστέρων (Grand Serai), του Ξενία στα Χανιά ύστερα από πολυετή εγκατάλειψη του κτηρίου και του Ξενία στο Ηράκλειο της Κρήτης, το οποίο ο δήμος το γκρέμισε και στη θέση του διαμορφώθηκε χώρος αναψυχής. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η αντίδραση φορέων και κατοίκων των περιοχών ενάντια στην κατεδάφιση, δεν στάθηκαν αρκετές για να ματαιώσουν τις αποφάσεις.
Ήδη από το 2003, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχιτεκτόνων έχει ζητήσει να χαρακτηριστούν διατηρητέα τα πιο αξιόλογα Ξενία μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο τους, ώστε οι μονάδες αυτές αφού συντηρηθούν με βάση τα αρχικά σχέδια και οργανωθούν κατάλληλα να αποτελέσουν ένα δίκτυο τουριστικής υποδομής υψηλής αρχιτεκτονικής αξίας. Παράλληλα η Βαυαρική Ακαδημία Καλών Τεχνών σημείωνε ότι “Τα κτίσματα αυτά ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της ελληνικής και ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα”.
Όταν το 2000 δημιουργήθηκε η εταιρεία Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα (ΕΤΑ), η οποία μετονομάστηκε το 2004 σε Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ), ανέλαβε να διαχειριστεί την πραγματικά μυθική περιουσία του ΕΟΤ, για την οποία κάποιοι υποστηρίζουν ότι ξεπερνά τα πέντε δισ. ευρώ άρχισε τα σημαντικότερα (από πλευράς αξίας) Ξενία να τα νοικιάζει σε ιδιώτες και τα μικρότερης αξίας να τα πωλεί. Έτσι κάποια σημαντικής αξίας Ξενία όπως αυτό στο Λαγονήσι, εκμισθώθηκε για 40 χρόνια στον όμιλο Μαντωνανάκη (Helios Hotels) και λειτουργεί εδώ και μερικά χρόνια με την ονομασία Grand Resort Lagonissi. Το ίδιο έγινε και με τη μονάδα του Ναυπλίου, η οποία επίσης νοικιάστηκε στον όμιλο Μαντωνανάκη και λειτουργεί ως μονάδα πέντε αστέρων με την ονομασία Nafplia Palace. Ωστόσο δυστυχώς για κάποια από τα Ξενία που νοικιάστηκαν σε ιδιώτες, δεν υπήρξε καμία μέριμνα, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια των ανακαινίσεων να κάνουν τροποποιήσεις που δεν είχαν καμία σχέση με τα αρχικά σχέδια δημιουργίας των μονάδων.
Τα Ξενία της Μυκόνου και του Πόρου ανακαινίστηκαν, αλλά οι εσωτερικοί τους χώροι άλλαξαν ριζικά, ενώ το Ξενία της Άνδρου, το πρώτο που έχτισε ο Άρης Κωνσταντινίδης το 1958, παραμένει εγκαταλειμμένο και έχει υποστεί πολλές φθορές. Επίσης κλειστό παραμένει το Ξενία στο Λιμένα της Θάσου. Το Ξενία στην Αράχωβα, από το 2003 ανακαινίστηκε ριζικά και λειτουργεί με την ονομασία Santa Marina. Ακόμα άλλα έχουν παραχωρηθεί για διάφορες χρήσεις στο υπουργείο Πολιτισμού καθώς και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Τον Ιούνιο του 2008 με ομόφωνη απόφαση του το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων αποφάσισε να χαρακτηρίσει διατηρητέα και στοιχεία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς πέντε από τα σημαντικότερα Ξενία, μαζί με το μοναδικό τοπίο που τα περιβάλλει. Η απόφαση αφορούσε τα κτήρια στην Καλαμπάκα, στο Παλιούρι Χαλκιδικής, στην Ηγουμενίτσα, στον Πλαταμώνα και στη Βυτίνα. Έκτοτε έχει σταματήσει κάθε διαδικασία χαρακτηρισμού ως διατηρητέων και άλλων Ξενία παρότι σύμφωνα με πληροφορίες υπάρχουν έτοιμοι φάκελοι για πολλά από αυτά (Άρτας, Μεσολογγίου, Ολυμπίας, Επιδαύρου, Μυκηνών, Πάτμου κα).
Ωστόσο σύντομα αναμένεται να προκηρυχθούν διαγωνισμοί από την ΕΤΑ, για τη μακροχρόνια εκμίσθωση των Ξενία Καλαμπάκας, Ολυμπίας, Άνδρου, Σάμου και Υπάτης.
Σε δύο χρόνια συμπληρώνονται πέντε δεκαετίες από τη δημιουργία του πρώτου Ξενία στη χώρα (Επίδαυρος, 1951). Τα Ξενία αποτελούν τους πιο χαρακτηριστικούς πρεσβευτές του μοντερνισμού, που έφτασε και στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Τα κτήρια αυτά είναι διεθνώς αναγνωρισμένα δείγματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη μεταπολεμική, μετεμφυλιακή Ελλάδα, ενώ αποτελούν κομμάτι της σύγχρονης πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της χώρας και της ιστορίας της. Σίγουρα η πολύ αρνητική τροπή που έχει πάρει το θέμα δεν μας τιμάει σαν κράτος. Για αρκετά από τα Ξενία η κατάσταση είναι πλέον μη αναστρέψιμη, καθώς άλλα πωλήθηκαν, άλλα νοικιάστηκαν και άλλα έχουν αλλάξει χρήση. Τουλάχιστον ας δραστηριοποιηθεί περισσότερο η ΕΤΑ για όσα παραμένουν εγκαταλειμμένα (π.χ. Ξενία Άνδρου) σε μια προσπάθεια να σωθούν. Τα διατηρητέα Ξενία μπορούν να ξαναγίνουν μικρές τουριστικές μονάδες που θα προσφέρουν ποιοτικό τουρισμό. Έχουμε χρέος να προστατεύουμε την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά και να την παραδίδουμε ακέραιη στις επόμενες γενιές.

Πηγές: www.tanea.gr, www.enet.gr, www.sadas.pea ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ: Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών - Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων

Ο Αλέξης Σωτηρόπουλος είναι δημοσιογράφος, Εργαστηριακός Συνεργάτης στο Τμήμα Τουριστικών Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Πειραιά & Καθηγητής στο ΙΕΚ Le Monde

06/04/2009