ΘΕΜΑΤΑ
- ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΟΡΕΣ
- ΑΡΘΡΑ
- ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ
- ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΙ ΦΟΡΕΙΣ
- ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΥΠΟΣ - ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
- ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
- ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΙ ΦΟΡΕΙΣ
- ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ (ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ - ΕΚΘΕΣΙΑΚΟΣ - ΚΙΝΗΤΡΩΝ)
- ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ
- ΕΡΕΥΝΕΣ - ΜΕΛΕΤΕΣ
- ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ (ΑΚΤΟΠΛΟΪΑ - ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ - YACHTING)
- ΚΑΖΙΝΟ
- ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ (ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ - ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΑ - ΚΑΜΠΙΝΓΚΣ - ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ)
- ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ (ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ - ΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ - CAR RENTAL - ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ - ΚΤΕΛ - ΤΑΞΙ)
- ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
- ΞΕΝΑΓΟΙ
- ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
- ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
- ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ (ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ - ΔΙΕΘΝΕΙΣ - ΚΥΠΡΟΣ)
- ΠΡΟΣΩΠΑ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
- ΣΥΝΕΔΡΙΑ - ΗΜΕΡΙΔΕΣ - ΕΚΘΕΣΕΙΣ
- ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ - INTERNET ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
- ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ (ΑΦΙΞΕΙΣ - ΕΣΟΔΑ)
- ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑ
- ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ - ΕΟΤ
- EDITORIAL
- MARKETING - ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΕΩΝ














Από το Blogger.








RITZ: Ο Πελάτης Έχει Πάντα Δίκιο

Ο Σίζαρ Ριτς, ο άνθρωπος που κάποτε δήλωσε το ιστορικό “ο πελάτης έχει πάντα δίκιο”, δεν ήταν απλώς ένας ακόμη ξενοδόχος που κατάφερε να γίνει διάσημος, αλλά ένας θρύλος. Μία ιδιοφυία που ουσιαστικά εφηύρε αυτό που σήμερα ορίζουμε ως πολυτελές ξενοδοχείο και η οποία κατάφερε να ικανοποιήσει τις ανάγκες των πελατών του όπως κανένας άλλος μέχρι τότε.
Το ένα από τα 13 παιδιά ενός φτωχού βουκόλου, ο Σίζαρ Ριτζ, που γεννήθηκε το 1850 σε ορεινό χωριό της Ελβετίας, είχε μία αρετή: ήταν φιλόδοξος. Στα 16 του μπήκε στη βιοπάλη, όταν έφυγε από το σπίτι για να εργαστεί στο εστιατόριο ενός ξενοδοχείου, όπου όμως δεν θα μακροημέρευε, αφού μετά από λίγους μήνες το αφεντικό του τον απέλυσε λέγοντας του: «Δεν θα γίνεις ποτέ ξενοδόχος, διότι δεν διαθέτεις τις ικανότητες και το ταλέντο για να ‘‘σταθείς’’ στο χώρο»…
Αργότερα εργάστηκε ως σερβιτόρος, πάλι χωρίς επιτυχία, αφού σύντομα απολύθηκε. Χωρίς να απογοητευτεί, φεύγει για το Παρίσι όπου θα αναλάβει να αδειάζει τα ακάθαρτα νερά από διάφορα μικρά ξενοδοχεία. Αφού συγκέντρωσε στο ενεργητικό του δύο ακόμα απολύσεις, κατάφερε να βρει δουλειά ως βοηθός σερβιτόρου σε ένα καθώς πρέπει εστιατόριο. Εκεί, επιτέλους, θα κατάφερνε να στεριώσει και να ανέβει την κλίμακα της ιεραρχίας, φθάνοντας ως τη θέση του διευθυντή. Ήταν ήδη 19 ετών, όταν ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου τού ζήτησε να γίνει συνεταίρος του, μια δελεαστική πρόταση την οποία όμως ο φιλόδοξος νεαρός απέρριψε ευγενικά.
Σύντομα βρέθηκε να εργάζεται στο Voisin, το πιο κομψό και φημισμένο εστιατόριο της περιοχής, σημείο αναφοράς για τους απανταχού βασιλιάδες και τους καλοφαγάδες. Ξεκινώντας από χαμηλά, ως βοηθός σερβιτόρου, θα κατάφερνε να μάθει τα μυστικά του επαγγέλματος, όπως πώς να τεμαχίζει το ψητό, να χύνει το κρασί στο ποτήρι και να σερβίρει το φαγητό κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί ταυτόχρονα το μάτι και τον ουρανίσκο.
Έχοντας αναπτύξει τις δεξιότητές του, ο Ριτς θα κατάφερνε να γίνει αγαπητός ανάμεσα στην αριστοκρατία της εποχής. Όταν, μάλιστα, η Γερμανία εισχώρησε στη Γαλλία, με αποτέλεσμα να παρατηρηθούν σοβαρές ελλείψεις σε φαγητό, ο δήμαρχος του Παρισιού ζήτησε να σφαγιαστούν δύο ελέφαντες του ζωολογικού κήπου. Τότε, το Voisin, που αγόρασε τις προβοσκίδες τους, παρουσίασε ένα γκουρμέ πιάτο, επιμελημένο από τον Ριτς, το οποίο θα εντυπωσίαζε του συνδαιτυμόνες και θα έκανε αίσθηση στους μαγειρικούς κύκλους.
Ο Ριτς, που συνέχισε την περιπλάνησή του, εργάστηκε σε διάφορα εστιατόρια ανά την Ευρώπη, για να καταλήξει στη Βιέννη, όπου ένα τυχαίο συμβάν θα άλλαζε τη ζωή του. Μία κρύα νύχτα, λίγο πριν την άφιξη 40 εύπορων Αμερικάνων, ενημερώθηκε ότι το σύστημα θέρμανσης δεν λειτουργούσε. Τότε ζήτησε το φαγητό να σερβιριστεί στο σαλόνι αντί για την τραπεζαρία, αφού “φάνταζε” πιο ζεστό εξαιτίας των μεγάλων κόκκινων κουρτινών που διέθετε. Ζήτησε, επίσης, από τους σερβιτόρους να ρίξουν αλκοόλ μέσα σε χάλκινα τσουκάλια και να ανάψουν φωτιά, αλλά και να τοποθετήσουν τούβλα δίπλα στους φούρνους. Το δωμάτιο, τελικά, ζεστάθηκε όταν κατέφθασαν οι Αμερικάνοι, ενώ στον καθένα από αυτούς δόθηκε από ένα τούβλο τυλιγμένο με μια φανέλα, για να ζεστάνουν τα πόδια τους.
Το απίστευτο επίτευγμα του πρώην βουκόλου, που θα τον έκανε διάσημο σε όλο τον κόσμο, θα του άνοιγε διάπλατα την πόρτα για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του. Έτσι, σε ηλικία 27 ετών βρέθηκε να διευθύνει ένα ξενοδοχείο, το οποίο, αν και επί δύο συναπτά έτη κατέγραφε ζημιές, κατάφερε να το επαναφέρει στην κερδοφορία. Ο Ριτς, που δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, είχε τον τρόπο του για να κάνει τους πελάτες να τον αγαπήσουν. Γνώριζε ποιος προτιμούσε τούρκικα τσιγάρα, ποιος λάτρευε να έχει γαρδένιες στο δωμάτιό του, τις διατροφικές ιδιαιτερότητες του καθενός. Αν ο πελάτης δεν ήταν ικανοποιημένος με το φαγητό, το πιάτο του θα αντικαθίστατο αμέσως χωρίς καμία ερώτηση. Ο πελάτης είχε πάντα δίκιο…
Ήταν τόση η απήχηση του Ριτς, που όταν κάποια στιγμή βρέθηκε χωρίς εργασία, ο πρίγκιπας της Ουαλίας είχε πει χαρακτηριστικά «Όπου πάει ο Ριτς, εμείς θα ακολουθήσουμε». Όμως είχε έρθει πια η ώρα να εξαργυρώσει τη δημοσιότητά του και να κυνηγήσει το όραμά του. Με τη βοήθεια των εύπορων φίλων του, ο Ριτς εν έτει 1898 κατασκευάζει στο Παρίσι το πρώτο του ξενοδοχείο, πάνω στο οποίο θα έχτιζε το επιχειρηματικό του όνειρο.
Στα 225 δωμάτια του Ritz (αργότερα, με την εξαγορά των ξενοδοχείων Carlton, η αλυσίδα θα ονομαστεί Ritz-Carlton), τα οποία διέθεταν προηγμένο αποχετευτικό δίκτυο, θα τοποθετηθούν μοναδικής ποιότητας έπιπλα, ενώ πολλά απ’ αυτά θα διαθέτουν και δικό τους μπάνιο. Ο Ριτς, επίσης, καθιέρωσε την παραδοσιακή, σήμερα, ενδυμασία του υπαλληλικού προσωπικού, το μαύρο παπιγιόν για τον μετρ, το άσπρο για τον σερβιτόρο, καθώς και τα μπρούντζινα κουμπιά για τους υπηρέτες.
Τα σαλόνια και το μπαρ του ξενοδοχείου σύντομα θα προσελκύσουν την αφρόκρεμα του Παρισιού, όπως ο Μαρσέλ Προυστ και η Κοκό Σανέλ, η οποία θα το μετατρέψει σε δεύτερο σπίτι της. Χαρακτηριστικά, την ημέρα των εγκαινίων άνθρωποι συνέρρευσαν από μίλια μακριά για να περπατήσουν στους διαδρόμους του ξενοδοχείου.
Όμως, η επιτυχία θα είχε το τίμημά της για τον εργασιομανή Ελβετό. Το 1902, καθώς ετοίμαζε μία δεξίωση για τον φίλο του, τον πρίγκιπα της Ουαλίας, καταρρέει εξαντλημένος. Καταφέρνει όμως να επανέλθει στην ενεργό δράση, μέχρι να καταρρεύσει ξανά το 1911, αυτή τη φορά χωρίς να μπορέσει ποτέ να ανακάμψει πλήρως. Μετά από επτά χρόνια, και ενώ ο Σίζαρ Ριτζ ήταν πια σκιά του καλού του εαυτού, το πλήρωμα του χρόνου έχει πια φτάσει. Στο νεκροκρέβατο, τον Οκτώβριο του 1918, πιστεύοντας ότι δίπλα του είναι η σύζυγός του, της ζητάει να φροντίσει την κόρη τους. Το ζευγάρι δεν είχε κόρη – “κόρη” αποκαλούσαν πάντα το ονειρεμένο τους ξενοδοχείο στο Παρίσι. Το τέλος για το θρυλικό “ξενοδόχο των βασιλέων” είχε μόλις φθάσει…
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Ι. Πρωτοπαπαδάκη, “Γνωστά ονόματα άγνωστες ιστορίες 3”, εκδόσεις Σταμούλη.