Από το Blogger.








.

Η ιστορία του Mont Parnes



του Αλέξη Σωτηρόπουλου, MSc

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν το Mont Parnes κατασκευάστηκε στην Πάρνηθα, η Αθήνα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: στους ένθερμους υποστηρικτές και στους φανατικούς πολέμιους του.
Ωστόσο σήμερα σχεδόν μισό αιώνα μετά, δεν το επισκέπτεται κανένας, εκτός από τους φανατικούς οπαδούς της θεάς Τύχης, καθώς διατηρείται σε χρήση λιγότερο από το μισό του κτηρίου και μόνο για τις ανάγκες λειτουργίας του καζίνο. Το υπόλοιπο αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά στατικά προβλήματα, ύστερα από τον καταστροφικό σεισμό της Πάρνηθας το Σεπτέμβριο του 1999, ενώ έχει πάρει κλίση ένα τμήμα του κτηρίου. Στο εσωτερικό οι φθορές του πενταόροφου κτηρίου είναι πολύ μεγάλες, με μεγάλες ρωγμές παντού.
Ας ξεκινήσουμε όμως την ιστορία του Mont Parnes από την αρχή. Το ξενοδοχείο Mont Parnes οικοδομήθηκε επί των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ενώ ο ίδιος φέρεται να επέλεξε την ονομασία του, η οποία παραπέμπει στη γαλλική συνοικία Montparnasse. Η ανάθεση για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό έγινε από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ), που του ανήκε το οικόπεδο, το 1958 στον Παύλο Μυλωνά και εκείνος δημιούργησε ένα έργο στο πνεύμα του μεταπολεμικού μοντερνισμού. Κατασκευάστηκε σε υψόμετρο 1.055 μέτρων με πανοραμική θέα προς το λεκανοπέδιο της Αττικής και από ψηλά μοιάζει σαν ένα πουλί που πάτησε στην άκρη του γκρεμού. Τα εγκαίνια που ήταν λαμπρά, έγιναν στις 19 Ιουνίου 1961.

Ο τότε Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής την ημέρα των εγκαινίων

Όταν λειτούργησε το ξενοδοχείο ήταν ένα “ζωντανό” μουσείο, καθώς τα έργα τέχνης (πίνακες) που περιείχε, αποτύπωναν την πρωτοπορία της εποχής και σήμερα είναι ανεκτίμητης αξίας. Από τα σημαντικότερα ήταν οι πίνακες των μεγάλων ζωγράφων Γιάννη Μόραλη και Σπύρου Βασιλείου. Σήμερα τα σημαντικά αυτά έργα εκτίθενται σε καίριους χώρους του συγκροτήματος.





Ωστόσο το ξενοδοχείο δεν λειτούργησε με ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς απευθύνονταν σε πολύ λίγους, ενώ το κόστος λειτουργίας του ήταν πολύ υψηλό. Έτσι δεν ήταν τυχαίο ότι σχεδόν κάθε χρόνο άλλαζε διαχειριστή (ΕΟΤ, ελβετική ξενοδοχειακή εταιρεία, ξενοδοχείο Grande Bretagne, ξενοδοχείο Καβούρι κα). Τα πράγματα όμως άλλαξαν εντελώς όταν στην Πάρνηθα “ανέβηκε” το καζίνο. Το καζίνο άρχισε να λειτουργεί το Φεβρουάριο του 1971 και τη διαχείριση του ανέλαβε ο Κύπριος επιχειρηματίας, Φρίξος Δημητρίου, ιδιοκτήτης του Olympic Casino στο Λονδίνο. Το καζίνο στεγάστηκε σε κτήριο δίπλα στο ξενοδοχείο και τα δύο συγκροτήματα λειτουργούσαν παράλληλα. Η πρώτη δεκαετία ήταν η λαμπρότερη στην ιστορία του καζίνο, με το χρήμα να ρέει άφθονο από τους παίκτες οι οποίοι δοκίμαζαν την τύχη τους στη ρουλέτα και στην πράσινη τσόχα, αλλά και από την εταιρεία η οποία επένδυε χρήματα στην επιχείρηση της. Την εποχή εκείνη επιβαλλόταν κώδικας ένδυσης για την είσοδο (κοστούμι και γραβάτα για τους άνδρες και βραδινό φόρεμα για τις γυναίκες), αλλά και διαπιστωμένο εισόδημα των παικτών, με την επίδειξη φορολογικής δήλωσης, αρχικά άνω των 150.000 δραχμών και αργότερα άνω των 500.000, ενώ απαγορευόταν η είσοδος στους δημοσίους υπαλλήλους! Την εποχή εκείνη η πελατεία ήταν εκλεκτή, αποτελούμενη από την αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι πολλές περιουσίες χάθηκαν, ενώ πολλές μικρές και μεγάλες τραγωδίες εκτυλίχθηκαν γύρω από τα τραπέζια της τύχης.
Το 1971 κατασκευάστηκε το τελεφερίκ από ελβετική εταιρεία για την καλύτερη εξυπηρέτηση του κοινού, το οποίο υπήρξε ένα μοναδικής αξίας έργο για την εποχή του.
Το 1984 η κρατικοποίηση του καζίνο και η ανάληψη του από τον ΕΟΤ (παράλληλα με την υποβάθμιση του ξενοδοχείου από πολυτελείας σε Α’ κατηγορίας), σήμανε και την αρχή της πτώσης του, καθώς άρχισε σταδιακά η εγκατάλειψη των εγκαταστάσεων, ενώ υποβαθμίστηκε και η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών.
Με νόμο του 1994 το Δημόσιο αποφάσισε την ιδιωτικοποίηση του Mont Panes, προκειμένου να αναβαθμιστούν πλήρως οι εγκαταστάσεις τόσο του ξενοδοχείου όσο και του καζίνο, ώστε να καταστεί και πάλι το συγκρότημα πόλος έλξης για τους τουρίστες, αλλά και τους κατοίκους της Αττικής.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 ισχυρός σεισμός μεγέθους 5,9 βαθμών της κλίμακας Richter εκδηλώθηκε 18 χλμ. Β.Δ. της Αθήνας, με επίκεντρο την Πάρνηθα. Δεκάδες κτήρια κατέρρευσαν, 143 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, 700 περίπου άτομα τραυματίστηκαν ενώ 40.000 οικογένειες έμειναν άστεγες. Το ιστορικό Mont Parnes υπέστη πολύ σοβαρές ζημιές.
Τo Μάιο του 2003, έπειτα από διεθνή διαγωνισμό, η Hyatt Regency Ξενοδοχειακή & Τουριστική (Ελλάς) ΑΕ σε κοινοπραξία με την Ελληνική Τεχνοδομική (τεχνική εταιρεία του ομίλου Μπόμπολα), απέκτησε το 49% του Mont Parnes έναντι ποσού 110 εκ. ευρώ και ανέλαβε τη διαχείριση (management) του συγκροτήματος, ενώ η πλειοψηφία των μετοχών (51%) παρέμεινε στην κατοχή της εταιρείας Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα, που διαχειρίζονταν την περιουσία του ΕΟΤ.



Ο άλλος μεγάλος διεκδικητής του συγκροτήματος, το καζίνο Λουτρακίου (εβραϊκών συμφερόντων), προσέφυγε στη δικαιοσύνη για να ακυρώσει την απόφαση, ωστόσο τα δικαστήρια τελικά δικαίωσαν τη Hyatt. H Hyatt International είναι διεθνούς φήμης αλυσίδα ξενοδοχείων, με περισσότερα από 365 ξενοδοχεία και resorts σε 45 χώρες, τα οποία λειτουργούν υπό τα brand names Hyatt, Hyatt Regency, Hyatt Resorts, Grand Hyatt, Park Hyatt, Hyatt Place, Hyatt Summerfield Suites και Andaz. Tο 1996 κατασκεύασε καζίνο κοντά στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης (Regency Casino) και από το 1999 (σε απόσταση 2 χλμ.) ξεκίνησε η λειτουργία του ξενοδοχείου Hyatt Regency Thessaloniki, δυναμικότητας 152 δωματίων.
Από το 2003, όταν το Mont Parnes περιήλθε στην ιδιοκτησία της Hyatt Regency, εκφράστηκε η πρόθεση κατεδάφισης του κτηρίου, στη θέση του οποίου θα ανεγειρόταν σύγχρονο οικοδόμημα πολύ υψηλών προδιαγραφών. Η επένδυση θα έφτανε τα 140 εκ. ευρώ. Το καινούργιο ξενοδοχείο θα ήταν πέντε αστέρων με 91 δωμάτια και σουίτες, υπερσύγχρονο spa και θερμαινόμενη εσωτερική και εξωτερική πισίνα. Το κτήριο θα είχε οριζόντια ανάπτυξη (μέσα στα όρια του υπάρχοντος κτηρίου) και θα κατασκευάζονταν από πέτρα, η οποία θα το ενσωμάτωνε αρμονικά με το φυσικό περιβάλλον της Πάρνηθας, με τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζει σαν φυσική συνέχεια του βουνού, όπως φαίνεται από τις παρακάτω μακέτες.




Ωστόσο τον Απρίλιο του 2007 το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού εισηγήθηκε την κήρυξη του ιστορικού κτηρίου ως διατηρητέου μνημείου της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανατραπούν τα σχέδια της Hyatt για κατεδάφιση του κτηρίου. Διατηρητέες παραμένουν οι τρεις όψεις του κτιρίου - πρόσοψη και δύο πλάγια - ώστε να μην αλλάξει η εικόνα που έδωσε ο αρχιτέκτονας. Σχετικά με την πτέρυγα που έχει πάρει κλίση, σύμφωνα με την απόφαση πρώτα θα κατεδαφιστεί και στη συνεχεία θα ανεγερθεί στην αρχική της μορφή! Ωστόσο σύμφωνα με την απόφαση, η ιδιοκτήτρια εταιρεία έχει το δικαίωμα να επέμβει δραστικά στο εσωτερικό του συγκροτήματος, αναμορφώνοντάς το σύμφωνα με τις σύγχρονες προδιαγραφές, ενώ μπορεί να πραγματοποιήσει επέκταση στις δύο πλάγιες και στην πίσω όψη του κεντρικού κτιρίου με χαμηλά σε ύψος κτίσματα. Στον εσωτερικό χώρο του ξενοδοχείου, διατηρείται η πισίνα την οποία είχε σχεδιάσει ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, αλλά θα κατεδαφισθούν όλες οι μεταγενέστερες προσθήκες. Διατηρητέα κρίθηκε και η εντυπωσιακή ελικοειδής κλίμακα (σκάλα), που οδηγεί από το χώρο υποδοχής στους ορόφους.
Το 2004 η Hyatt ανακαίνισε το καζίνο και η επένδυση μαζί με το κόστος αναβάθμισης του τελεφερίκ, έφτασε τα 23 εκ. ευρώ. Το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Regency Casino Mont Parnes και λειτουργεί πλέον 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.



Το 2005 αντικαταστάθηκε το τελεφερίκ με ένα καινούργιο και υπερσύγχρονο, το οποίο κατασκεύασε η μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής τελεφερίκ στον κόσμο, η αυστριακή Doppelmayer. Το νέο τελεφερίκ διαθέτει 20 καμπίνες συνεχούς ροής, χωρητικότητας 25 ατόμων, που λειτουργεί ακόμα και με ανέμους ταχύτητας μέχρι και 120 χλμ./ώρα, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά τη συνεχή λειτουργία του σε οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Το κόστος ξεπέρασε τα 8 εκ. ευρώ, ενώ όμοια του υπάρχουν μόνο οκτώ σε ολόκληρο τον κόσμο.



Τον Ιανουάριο του 2006 υπογράφεται συμφωνία-μαμούθ ύψους 476,5 εκατομμυρίων ευρώ μεταξύ της βρετανικής εταιρείας επενδύσεων BC Partners και των ιδιωτών μετόχων της εισηγμένης εταιρείας Hyatt Regency Ξενοδοχειακή και Τουριστική ΑΕ. Η BC Partners εξαγόρασε συνολικό ποσοστό 51,57% των μετοχών της εταιρείας. Έτσι σήμερα το Καζίνο της Πάρνηθας ελέγχεται από τη Hyatt (BC Partners) σε ποσοστό 49% και κατά 51% από την Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης (όπως μετονομάστηκαν τα Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα το 2004).
Τώρα αυτό που πλέον περιμένουμε να δούμε είναι πότε θα ανακαινιστεί το ιστορικό ξενοδοχείο. Αυτό όμως που δεν πρέπει να λησμονούμε είναι ότι το Mont Parnes δεν είναι ένα οποιοδήποτε ξενοδοχείο, καθώς έχει ταυτιστεί με τη "μεταπολεμική αισιοδοξία" και τις πρώτες φιλοδοξίες της τουριστικής Eλλάδας. Επίσης η κατασκευή του κτηρίου στην άκρη ενός οροπεδίου της Πάρνηθας, αποτέλεσε για τη χώρα μας ένα μεγάλο τεχνικό επίτευγμα για εκείνη την εποχή.

Πηγές: Hyatt Regency, www.tanea.gr, www.tovima.gr, www.kathimerini.gr

Ο Αλέξης Σωτηρόπουλος είναι δημοσιογράφος, Εργαστηριακός Συνεργάτης στο Τμήμα Τουριστικών Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Πειραιά & Καθηγητής στο ΙΕΚ Le Monde

Δευτέρα 25 Μαΐου 2009